- ωρολόγιο
- I
(Αστρον.). Αστερισμός ο οποίος βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από δυσδιάκριτους αστέρες και μεσουρανεί το βράδυ προς το τέλος Δεκεμβρίου, λίγες μοίρες κάτω από τον ορίζοντα της Αθήνας, γι’ αυτό και είναι αόρατος από την ελληνική πρωτεύουσα.IIΠεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 346 κάτ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 424 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, το Πρινάκι (υψόμ. 90 μ., 22 κάτ.) και η Αγία Θέκλα (56 κάτ.).
Το Ωρολόγιο της Εύβοιας.
* * *το / ὡρολόγιον, ΝΜΑ, και ωρολόγι Νρολόγι1| νεοελλ.1. πίνακας στον οποίο είναι σημειωμένες οι ώρες για ορισμένη εργασία2. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού πασσιφλόρα, αλλ. ρολογιά3. ως κύριο όν. Ωρολόγιοαστρον. μικρός αστερισμός τού Νότιου Ημισφαιρίου4. φρ. «ωρολόγιο πρόγραμμα» — πίνακας στον οποίο είναι σημειωμένες οι ώρες κάθε μαθήματος σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, κατά ημέρα και εβδομάδανεοελλ.-μσν.εκκλ. λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών ωρώναρχ.φρ. «ὑδραυλικὸν ὡρολόγιον» — η κλεψύδρα (Αριστοκλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λόγιο*].
Dictionary of Greek. 2013.